οστράκινος

Revision as of 08:45, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀστράκινος, -ίνη, -ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο
μσν.-αρχ.
(για αγγείο) πήλινος, κεραμιδένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλινος)].