μωλυρός

Revision as of 08:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ά, όν, = μῶλυς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 225] = Folgdm, Hesych. auch μολυρός.

Greek Monolingual

μωλυρός, -ά, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ζακυνθίους) μώλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶλ-υς + επίθημα -υρός (πρβλ. καπυρός). Η λ. ανάγεται πιθ. σε τ. μωλ-υλός, απ' όπου προήλθε το μωλυρός με ανομοίωση].