παντογνώστης
Greek Monolingual
ο, θηλ. παντογνώστρια
1. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, πάνσοφος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παντογνώστης
προσωνυμία του Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + γνώστης (πρβλ. αρχαιογνώστης). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].