αρχαιογνώστης
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Greek Monolingual
ο
αυτός που γνωρίζει καλά την αρχαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + γνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή].