-όν, Α
1. αυτός που παραβαίνει τους κανόνες του άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῖς αἰνίγμασι», Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρῳδός
α) ο ποιητής παρωδιών
β) εκείνος που απαγγέλλει παρωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. μονωδός)].