υδροκήλη

Revision as of 15:10, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / ὑδροκήλη, ΝΑ
ιατρ. συλλογή ορώδους υγρού στη σχισμοειδή κοιλότητα του ιδίου ελυτροειδούς χιτώνα του όρχεως, που εμφανίζεται υπό μορφή διογκώσεως σημαντικών, συχνά, διαστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κήλη (πρβλ. κιρσοκήλη)].