σταφιδίτης

Revision as of 15:14, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

German (Pape)

[Seite 931] ὁ, fem. σταφιδῖτις, von getrockneten Weinbeeren.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
(ενν. οίνος) κρασί από σταφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίς, -ίδος + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].