σταφιδίτης

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

German (Pape)

[Seite 931] ὁ, fem. σταφιδῖτις, von getrockneten Weinbeeren.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
(ενν. οίνος) κρασί από σταφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίς, -ίδος + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].