σταφιδίτης

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

German (Pape)

[Seite 931] ὁ, fem. σταφιδῖτις, von getrockneten Weinbeeren.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
(ενν. οίνος) κρασί από σταφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίς, -ίδος + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].