Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χωροφύλακας
Revision as of 16:19, 8 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
ο και η / χωροφύλαξ, -ακος, ὁ, ΝΜΑ, τ. θηλ. χωροφυλακίνα και τ. πληθ. αρσ. χωροφύλακες και χωροφυλάκοι Ν νεοελλ. οπλίτης της χωροφυλακής μσν.-αρχ. ο φύλακας μιας χώρας ή ενός τόπου. [ΕΤΥΜΟΛ.<χώρα / χῶρος+φύλαξ, -ακας (πρβλ. λιμενοφύλαξ)].