οπλίτης
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὁπλίτης, θηλ. ὁπλῑτις)
νεοελλ.
1. στρ. απλός στρατιώτης, άνδρας που ανήκει στην κατώτατη βαθμίδα της στρατιωτικής ιεραρχίας
2. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών, τα οποία έζησαν κατά το ανώτερο ιουρασικό και το κατώτερο κρητιδικό
μσν.
ένοπλος στρατιώτης
αρχ.
1. πολεμιστής βαριά εξοπλισμένος ο οποίος έφερε δόρυ, θώρακα και μεγάλη ασπίδα, σε αντιδιαστολή προς τον ψιλό, τον ιππέα, τον τοξότη και τον γυμνήτη («σὺν τοῖς ὁπλίτησι και ψιλοῖσι», Ηρόδ.)
2. αυτός που έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα, σε αντιδιαστολή προς τον βάναυσο, δηλ. τον ανελεύθερο («βάναυσοι μὲν ἐξέρχονται πολλοὶ τὸν ἀριθμόν, ὁπλῑται δὲ ὀλίγοι», Αριστοτ.)
3. συν. στον πληθ. οἱ ὁπλῖται
οι ένοπλοι άνδρες σε ολιγαρχικά πολιτεύματα, οι ευμενώς διακείμενοι προς αυτά, σε αντιδιαστολή προς τον δήμο
4. ως επίθ. αυτός που φέρει όπλα, ένοπλος, οπλισμένος («πάντ' ἄνδρ' ὁπλίτην ἁρμάτων τ' ἐπεμβάτην», Ευρ.)
5. φρ. α) «ὁπλίτης στρατός» — οπλισμένη στρατιωτική δύναμη
β) «ὁπλίτης κόσμος» — τα όπλα, τα άρματα
γ) «ὁπλίτης δρόμος» — η οπλιτοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. πολ-ίτης / -ῖτις)].