ξενόμορφος

Revision as of 16:44, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει ξένη μορφή, ξένο σχήμα
2. φρ. «ξενόμορφα ορυκτά»
(ορυκτ.) τα ορυκτά που δεν παρουσιάζουν δική τους κρυσταλλική μορφή, αλλ. αλλοτριόμορφα ορυκτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπόμορφος, ιδιόμορφος].