οικότροφος

Revision as of 16:54, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οικότροφος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ζει και τρέφεται σε ξένο σπίτι επί πληρωμή
2. (για μαθητή) αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σχολείο στο οποίο φοιτά, εσωτερικός
αρχ.
αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. αμμότροφος, ορεσίτροφος].