Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ομόζωνος
Revision as of 10:40, 10 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
ὁμόζωνος, -ον (Α) (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην ίδιαθέση με άλλον στον ουράνιο θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ομ(ο)- + -ζωνος (<ζώνη), πρβλ. μονόζωνος].