πλέγδην

Revision as of 11:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

Adv. entwined, APl.4.196 (Alc. Mess.), Opp.H.2.317.

German (Pape)

[Seite 628] adv., flechtweis, Opp. Hal. 2, 317.

French (Bailly abrégé)

adv.
en entrelaçant.
Étymologie: πλέκω.

Greek (Liddell-Scott)

πλέγδην: Ἐπίρρ., συμπεπλεγμένως, ἐμπεπλεγμένως, Ὀππ. Ἁλ. 2. 317, Ἀνθ. Πλαν. 196.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με συμπλοκή, μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῖρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ' αὐχένος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (με τροπή του -κ- σε -γ- αφομοιωτικά προς το -δ-), πρβλ. αρπάγδην].

Greek Monotonic

πλέγδην: (πλέκω), επίρρ., πολύπλοκα περιπλεγμένα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πλέκω
adv. entwined, entangled, Anth.