περιθαρσής

Revision as of 11:13, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, very confident, A.R.1.152,195.

German (Pape)

[Seite 576] ές, sehr muthig, περιθαρσέες ἀλκῇ, Ap. Rh. 1, 152. 195.

Greek (Liddell-Scott)

περιθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 152, 195· - θαρσήεις, εσσα, εν, Ἀπολλιν. Ψαλμ. σ. 223.· καὶ -θάρσῡνος, ον, αὐτόθι σ. 189.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. ευθαρσής].