πολυτρεφής
English (LSJ)
ές, = πολυτραφής, ὕδωρ Nonn.D.40.362 (s.v.l.).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
πολυτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλοτρεφής].
ές, = πολυτραφής, ὕδωρ Nonn.D.40.362 (s.v.l.).
-ές, ΜΑ
πολυτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλοτρεφής].