πτεροφόρας

Revision as of 11:34, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ου, ὀ, a name of certain sacred officers in Egypt, so called from the hawk's A wing worn on their heads, nom. pl. -φόραι OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.): also -φόροι, Hsch.; cf. sq. III, and πτεραφόρος. II dat. sg. -φόρᾳ χιλιάρχῳ, perhaps name of a military rank, or = πτεροφόρος ΙΙ, Men.Pk.104, cf. Hsch. s.v. πτεροφόροι.

Greek Monolingual

και πτεροφόρης, ὁ, Α
1. αυτός που έχει φτερά και, ιδίως, ο λειτουργός στην αρχαία Αίγυπτο ο οποίος έφερε στο κεφάλι φτερά γερακιού
2. προσωνυμία στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. πτερόν + -φόρας (< φέρω), πρβλ. πελτοφόρας].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτεροφόρας -ου [~ πτεροφόρος] een pluim dragend:. πτεροφόρας χιλίαρχος een chiliarch (commandant van duizend soldaten) met een pluim op zijn helm Men. Peric. 294.