σκοτοφεγγής

Revision as of 11:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, perh darkly glimmering, κλίμακες Zos.Alch. p.108 B.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο σκοτάδι («κλίμακες σκοτοφεγγεῖς», Ζώσιμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἡλιοφεγγής].