στερροσώματος

Revision as of 11:37, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, with strong body or frame, Xenarch.1.10 (Lob. for στερνοσώματος).

Greek (Liddell-Scott)

στερροσώματος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν σῶμα, Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ στερνοσώματος, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει στερεό, ισχυρό σώμα ή στερεά κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. μεγαλοσώματος].

German (Pape)

von hartem, festem Leibe, Conj. für στερνοσώματος.