τανύκραιρος
English (LSJ)
ον, long-horned, ἔλαφος Opp.C.1.191; ταῦροι AP 6.74 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1067] mit langgestreckten Hörnern; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 191; ταῦρος, Agath. 27 (VI, 74); Nonn. D. 8, 22; ἀκωκή, 11, 270.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύκραιρος: -ον, ὁ, ὁ ἔχων μακρὰ κέρατα, ἔλαφος Ὀππ. Κυν. 1. 191· ταῦρος Ἀνθ. Π. 6. 74.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τεντωμένα, μακριά κέρατα («τανυκραίροισι ἐλάφοισι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ὀρθόκραιρος].