κραῖρα

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραῖρα Medium diacritics: κραῖρα Low diacritics: κραίρα Capitals: ΚΡΑΙΡΑ
Transliteration A: kraîra Transliteration B: kraira Transliteration C: kraira Beta Code: krai=ra

English (LSJ)

ἡ, (> κέρας, κεραία) top, head, extremity, Hsch. (Att. acc. to Eust. 710.49). = ἀκροστόλιον (terminal ornament, gunwale), Hsch.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
extrémité, bout, tête.
Étymologie: cf. κέρας, κεραία.

Greek (Liddell-Scott)

κραῖρα: ἡ, (κέρας, κεραία) «κεφαλὴ καὶ τὸ ἀκροστόλιον» Ἡσύχιος· «κραίροι· στόλοι νεῶν, μέτωπα, κεφαλαὶ» παρὰ τῷ αὐτῷ· Εὐστ. 710. 49., 1127. 32 πρβλ. εὔκραιρος, κτλ.

Greek Monolingual

κραῖρα, ἡ (Α)
(κατὰ τὸν Ησύχ.)
1. κορυφή, κεφαλή
2. ακροστόλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ' απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ-κραιρα, ὀρθό-κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί-χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < κρᾱ-ρή, κρᾱσ-ρ + κατάλ. - (για παρόμοια περίπτωση αναγωγής σε παρεκτεταμένη ή μη μορφή της ίδιας βαθμίδας της ίδιας ρίζας βλ. λ. κρανίον), συνδεόμενος στενά με τα κάρα, κέρας.
ΣΥΝΘ. αρχ. βοόκραιρος, δίκραιρος, εύκραιρος, ημίκραιρα, ισόκραιρος, μελάγκραιρα, ομόκραιρος, ορθόκραιρος, τανύκραιρος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: ἡ κεφαλή, καὶ ἀκροστόλιον; κραῖροι στόλοι νεῶν, μέτωπα, κεφαλαί H.
Compounds: Further only as 2, member: ὀρθό-κραιρα with upright standing horns, beaks (βοῶν, νεῶν ὀρθο-κραιράων Hom., verse-end); ἐυ-κραιρα with beautiful horns (βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν h. Merc. 209); ἡμί-κραιρα half head, half-head (com., inscr.); μελάγ-κραιρα with black heads (Lyc., [Arist.] Mir.); δί-κραιρα forked (A. R.). - εὔ-κραιρος f. (A., Opp., Tryph.; as v.l. h. Merc. 209); ὀρθό-κραιρος f. (AP); τανύ-κραιρος m. f. with long horns (AP, Opp.); δί-κραιρος m. twohorned (AP); βοό-, ἰσό-, ὁμό- κραιρος (Nonn.). With transfer to the nom. in -ης, -ητος: εὑκραίρης (Max. 84).
Origin: IE [Indo-European] [574] *ḱerh₂- head, horn
Etymology: The apparent simplices κραῖρα and κραῖρος are clearly taken from compp. Old is only the feminine form -κραιρα. To this was after the other compound adj. created a genus-indifferent -κραιρος, which eventually survived. - As feminines ὀρθό-κραιρα etc. agree with formations like πίειρα, πρῳ̃ρα, which with ια-suffix were built to an ρ-stem, which itself variated with an ν-stem (πίων, πρώων) and also could change with an σ-stem (Skt. pī́vas- n. fat beside πίων, πίειρα; κῦδος: κυδρός: κυδαίνω). That -κραιρα belongs to κέρας (, κάρα), orig. σ-stem, is since long recognized; as basic form we can posit *krh₂-s-r-ih₂ > *κραh-αρ-yα; the -α- was regularly shortened before ι̯-. Thus, but with several modifications, Danielsson Gramm. u. et. Stud. 1, 33f., Wackernagel BB 4, 312, Brugmann MU 2, 242f. a. IF 18, 432 n. 1, Bechtel Lex. Recently this very complicated form was extensively discussed in Nussbaum, Head and Horn (1985) 222-247,
See also: s. ὀρθόκραιρα.

Frisk Etymology German

κραῖρα: {kraĩra}
Meaning: ἡ κεφαλή, καὶ ἀκροστόλιον; κραῖροι· στόλοι νεῶν, μέτωπα, κεφαλαί H.
Composita: Sonst nur als Hinterglied: ὀρθόκραιρα mit aufrecht stehenden Hörnern, Schnäbeln (βοῶν, νεῶν ὀρθοκραιράων Hom., Versende); ἐῢ-κραιρα mit schönen Hörnern (βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν h. Merc. 209); ἡμίκραιρα halber Kopf, Kopfhälfte (Kom., Inschr.); μελάγκραιρα mit schwarzem Kopfe (Lyk., [Arist.] Mir.); δίκραιρα gabelig (A. R.). — εὔκραιρος f. (A., Opp., Tryph.; als geringe v.l. h. Merc. 209); ὀρθόκραιρος f. (AP); τανύκραιρος m. f. mit langen Hörnern (AP, Opp.); δίκραιρος m. zweihörnig (AP); βοό-, ἰσό-, ὁμό- κραιρος (Nonn.). — Mit Umbildung nach den Nom. auf -ης, -ητος: εὐκραίρης (Max. 84).
Etymology: Die angeblichen Simplizia κραῖρα und κραῖρος sind offenbar aus den Kompp. ausgelöst. Alt ist nur die Femininform -κραιρα. Zu dieser wurde nach den übrigen komponierten Adj. ein genusindifferentes -κραιρος hinzugebildet, das sich mit der Zeit durchsetzte. — Als Feminina gesellen sich ὀρθόκραιρα usw. zu Bildungen wie πίειρα, πρῳ̃ρα, die mit ια-Suffix von einem ρ-Stamm gebildet sind, der seinerseits mit einem ν-Stamm abwechselt (πίων, πρώων) und auch mit einem σ-Stamm in Verbindung stehen kann (aind. pī́vas- n. Fett neben πίων, πίειρα; κῦδος: κυδρός: κυδαίνω). Daß -κραιρα zu κέρας, κάρα (urspr. σ-Stamm) gehört, ist schon längst erkannt; als Grundform läßt sich entweder *-κραρι̯α mit altem Wechsel κερασ-: κραρ- oder *-κρασρ-ι̯α neben *καρασν(ο)- > κάρην(ο)- ansetzen; vgl. noch καράρα < *καρασρ-α Kopf (s. κάρηνα) und ναύκραρος, auch ἡμίκρανον = ἡμίκραιρα (Alex. Trall.) neben κρανίον (s. d.); das -α- wurde vor -ρι̯- regelmäßig gekürzt. So im Prinzip aber mit verschiedenen Modifikationen Danielsson Gramm. u. et. Stud. 1, 33f., Wackernagel BB 4, 312, Brugmann MU 2, 242f. u. IF 18, 432 A. 1 (Referat bei Bq), Bechtel Lex. s. ὀρθόκραιρα.
Page 2,4-5

German (Pape)

ἡ (vgl. κέρας, κεραία), die Spitze, der Kopf, Hesych.; sonst nur in Zusammensetzungen.