υμνωδός

Revision as of 11:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, η / ὑμνῳδός, -όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α
αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους
νεοελλ.
1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί
άτομα που έψαλλαν ύμνους και χόρευαν.
επίρρ...
ὑμνῳδῶς Μ
με υμνωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγῳδός].