τραγῳδός Search Google

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγῳδός Medium diacritics: τραγῳδός Low diacritics: τραγωδός Capitals: ΤΡΑΓΩΔΟΣ
Transliteration A: tragōidós Transliteration B: tragōdos Transliteration C: tragodos Beta Code: tragw|do/s

English (LSJ)

ὁ, late Boeot. τρᾰγᾰϝυδός (i.e. τραγαοιδός) IG7.3195.21 (Orchom.):—
A member of the tragic chorus, εἴ τις τ. φησιν ὀρχεῖσθαι καλῶς Ar.V.1498, cf. 1505: usually in plural, τῶν τ. τὸν χορόν Id.Pax806 (lvr.); τοῖς χοροῖσι τῶν τ. Id.Av.787 (troch.); τ. καὶ χοροί dub. l. in Th.391 (v. τραγῳδικός); χορηγὸς τραγῳδῶν D.21.59; τραγῳδοὺς καταλέγειν IG12.187.9; τραγῳδῶν (sc. ἐνίκα χορὸς οὗ) Περικλῆς Χολαργεὺς ἐχορήγει ib.22.2318.9; παλαιὸν δρᾶμα πρῶτον παρεδίδαξαν οἱ τ. ib. 203; Ἀριφράδης τοὺς τ. ἐκωμῴδει, ὅτι ἅ οὐδεὶς ἂν εἴποι ἐν τῇ διαλέκτῳ, τούτοις χρῶνται Arist.Po.1458b32; τοῖς δὲ τ. ἕτερος σεμνὸς πᾶσιν λόγος ἄλλος ὅδ' ἐστίν Crates Com.24; ὡς οἱ τ. φασιν οἷς ἐξουσία ἔστιν λέγειν ἅπαντα καὶ ποιεῖν μόνοις Diph.30.4.
2 pl. also, = tragedy or a performance of tragedy, ἐν τοῖσι τ. = on the tragic stage, Ar.Av.512; τραγῳδοῖς Aeschin.3.36; οὐδὲ.. ὑποκριταὶ κωμῳδοῖς τε καὶ τραγῳδοῖς οἱ αὐτοί Pl.R. 395a; τεθέασαι τραγῳδούς Men.Epit.108; χορηγεῖν τραγῳδοῖς Is.6.60; οἱ ἐν ἄστει τ. Aeschin.3.41, cf. 154; καινοῖς τραγῳδοῖς at the performance of new tragedies, IG22.956.34, 1028, Docum. ap. D.18.54, cf. Aeschin.3.34; θεωμένων καινοὺς τ. Ἀθηναίων Plu.Phoc.19; νενικηκὼς τραγῳδοῖς And.4.42, cf. Thphr. Char. 22.2; Διονυσίων τραγῳδοῖς Supp.Epigr.1.362.29 (Samos, iv B. C.); Διονυσίων ᾗ τραγῳδοί on the day of the Dionysia on which there is a tragic performance, IG12(8).640 (Peparethus, ii B. C.); τραγῳδῶν τῷ ἀγῶνι ib.12(5).1341 (Paros, iii B. C.), 22.1214; τραγῳδῶν τῷ ἀγῶνι τῷ καινῷ ib.682.76; τραγῳδὸς ἦν ἀγὼν Διονύσια Men.873 (fort. τραγῳδῶν or τραγῳδοῖς); τοὺς γὰρ τραγῳδοὺς πρῶτον, εἰ βούλει, σκόπει ὡς ὠφελοῦσι πάντας Timocl.6.8; εἰς τοὺς τραγῳδοὺς εὔθετ', οὐκ εἰς τὸν βίον Philem.105.
II performer of tragedy (actor and singer of tragedy), ἡ τῶν τ. ἐν τῇ σκευῇ πρὸς ἀλλήλους ὁμιλία Arist. Oec.1344a21; ὑπεκρίθησαν τ. μὲν Θεσσαλὸς κτλ. Chares 4 J., cf. Plu.2.334d; Νεοπτόλεμος ὁ τ. D.S. 16.92, cf. IG22.1132.39 (Delph., iii B. C.); Αἰσώπῳ τῷ τ. Plu. Cic.5; οἵδε ἐπεδείξαντο τῷ θεῷ..· τραγῳδοί· Θεόδωρος Μεγαρεύς, Φιλοκλείδης Χαλκιδεύς IG11(2).105.17 (Delos, iii B. C.); ὡς οἱκακοὶ τ. μόνοι ᾆσαι οὐ δύνανται ἀλλὰ μετὰ πολλῶν Arr.Epict.3.14.1; οἱ τ. χοροῦ δέονται φίλων συνᾳδόντων Plu.2.63a; ἐπειδὴ Νίκων.. τ… ἀξιὠθεὶς ἐπέδωκε τῷ θεῷ ἁμέραν καὶ ἀγωνίξατο..· καλέσαι.. αὐτὸν καὶ τοὺς μετ' αὐτοῦ τοὺς ἄρχοντας καὶ ἐν τὸ πρυτανεῖον SIG659.3 (Delph., ii B. C.), cf. 424.42 (Delph., iii B. C.), al., OGI51.47 (Egypt, iii B. C.), IG7.3196.19 (Orchom. Boeot.), D.Chr.33.8, Luc.Nav.46, Anach.23, Hist.Conscr.1, 22, M.Ant.3.8; τραγῳδούς miswritten for τραγῳδός in SIG509.12 (Delph., iii B. C.), and perhaps in IG7.1773.21 (Thespiae).
III tragic poet, Vit.Aeschyli p.123 Westermann, Sch.Ar.Ra.86; this sense is doubtful in Crates Com.24, Diph.30.4, Timocl.6.8, Pl.R. 395a, Arist.Po.1458b32 (v. supr. 1.1 fin., 2).

German (Pape)

[Seite 1133] ὁ, eigtl. der Bockssänger, d. i. der tragische Dichter und Sänger, welches ursprünglich eine und dieselbe Person war; vgl. über den Ursprung des Namens τραγῳδία. – Als die Dichter aufhörten, selbst mitzuspielen, verstand man unter τραγῳδός den tragischen Schauspieler, von dem man den Dichter durch τραγῳδοποιός unterschied, Ammon. p. 86; s. Plat. Rep. III, 395 a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. litt. qui chante ou danse pendant l'immolation du bouc aux fêtes de Bacchus;
II. p. ext. qui chante ou danse dans un chœur de tragédie, d'où :
1 acteur tragique, tragédien;
2 membre du chœur tragique;
3 poète tragique;
4 οἱ τραγῳδοί la tragédie ; τραγῳδοῖς καινοῖς DÉM à l'époque des tragédies nouvelles.
Étymologie: τράγος, ᾄδω.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγῳδός:
1 трагед (автор или участник песнопений Вакху, связанных с обрядом жертвоприношения козла) Arph., Xen., Arst.;
2 исполнитель трагедийных ролей, трагический актер Arph.;
3 участник трагедийного хора Arph.;
4 автор трагедий, трагик Plat.;
5 pl. τραγῳδοί = трагедия Aeschin., Dem.: ὁ τῶν τραγῳδῶν χορός Arph. трагедийный хор.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδός: ὁ, (ἀοιδός, ᾠδὸς) πρῶτον παρ’ Ἀριστοφ., κυρίως ὁ ᾄδων ᾠδὰς τράγων, ἤτοι τραγῳδίας (ἴδε τραγῳδία), τραγικὸς ποιητὴς ἅμα καὶ ἀοιδός, ἐπειδὴ οἱ χαρακτῆρες οὗτοι ἦσαν ἐξ ἀρχῆς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον, Εἰρήν. 806, Ὄρν. 787· ὑπεκρίνετο δὲ ἅμα ὁ ποιητὴς τὴν ἰδίαν τραγῳδίαν, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 1, 3· ― μετέπειτα ὅτε οἱ ποιηταὶ ἔπαυσαν λαμβάνοντες μέρος εἰς τὴν παράστασιν ὁ ὅρος τραγῳδός, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀπεδίδετο εἰς τὸν ὑποκριτὴν τραγῳδίας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 391, κλπ.· ὁ δὲ τραγικὸς ποιητὴς ἐκαλεῖτο τραγῳδοποιὸς ἢ τραγῳδοδιδάσκαλος (ἀλλὰ τὸ ὄνομα τραγῳδὸς ἐξηκολούθησε νὰ εἶναι ἐν χρήσει καὶ κατὰ τὴν παλαιάν του σημασίαν, Πλάτ. Πολ. 395Α, Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1, 8, Δίφιλος ἐν «Ἑλενηφοροῦσιν» 1). 2) ἐκαλοῦντο οὕτω καὶ οἱ ἀποτελοῦντες τὸν τραγικὸν χορόν, Ἀριστοφ. Σφ. 1498, 1505, Ἰσαῖ. 62. 20. ΙΙ. ὁ πληθ. πολλάκις εἶναι = τραγῳδία· ἐν τοῖσι τραγῳδοῖς, ἐν τῇ τραγῳδίᾳ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 512, Αἰσχίν. 58. 42· τῶν τρ. ὁ χορὸς Ἀριστοφ. Εἰρ. 806, πρβλ. Ὄρν. 787· οἱ ἐν ἄστει τρ. Αἰσχίν. 59. 23, πρβλ. 75. 26, κλπ.· τραγῳδοῖς καινοῖς, κατὰ τὴν παράστασιν νέων τραγῳδιῶν, παρὰ Δημ. 243. 17, πρβλ. Αἰσχίν. 58. 32· νικᾶν τραγῳδοῖς Ἀνδοκ. 34. 30, Θεοφρ. Χαρακτ. 20. ― Βοιωτικὸς τύπος τραγαϝυδὸς ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1583. 21.

Greek Monolingual

ο, η / τραγῳδός, ὁ, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τραγαFυδός Α
1. ποιητής τραγωδιών
2. ερμηνευτής, ηθοποιός τραγωδίας
αρχ.
1. ποιητής τραγωδιών και αοιδός ταυτόχρονα
2. τραγικός ποιητής ο οποίος έπαιρνε μέρος ως υποκριτής στις παραστάσεις τών τραγωδιών του
3. στον πληθ. oἱ τραγῳδοί
α) τα μέλη του τραγικού χορού
β) η παρουσίαση μιας τραγωδίας
γ) (κατ' επέκτ.) η τραγωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τραγῳδός, σχηματισμένη κατά το ῥαψῳδός, είναι σύνθ. από τις λ. τράγος και ᾠδή. Ωστόσο, η ακριβής σημ. της λ. τραγῳδός παραμένει ανεξακρίβωτη και συνδέεται με το σημαντικό πρόβλημα της γένεσης της τραγωδίας ως ποιητικού είδους. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η οποία δέχεται την προέλευση της τραγωδίας από τον διονυσιακό διθύραμβο, η λ. τραγῳδός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα άτομα που συμμετείχαν στους τραγικούς χορούς και τα οποία ήταν μεταμφιεσμένα σε σατύρους, τους οποίους ονόμαζαν τράγους, όχι τόσο γιατί τους φαντάζονταν τραγόμορφους όσο για τη ζωηρότητα, την ευθυμία, το ασυγκράτητο πάθος τους, που έφτανε συχνά στα όρια της ασέλγειας (πρβλ. την ερμηνεία που δίνει το Μέγα Ετυμολογικόν στη λ. τραγῳδία: οὕς [δηλ. τοὺς Σατύρους] ἐκάλουν τράγους σκώπτοντες ἤ... διὰ τὴν περὶ τὰ ἀφροδίσια σπουδήν). Έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις, που θεωρούν την τραγωδία απόγονο ενός αττικού χωριάτικου εθίμου και σύμφωνα με τις οποίες η λ. τραγῳδός δηλώνει εκείνον που τραγουδά και χορεύει σε αγώνες οι οποίοι είχαν ως έπαθλο έναν τράγο ή σε γιορτές που γίνονταν με αφορμή τη θυσία τράγου].

Greek Monotonic

τρᾰγῳδός: ὁ (ἀοιδός, ᾠδός
I. 1. κυρίως, αυτός που τραγουδά ωδές τράγων (βλ. τραγῳδία), δηλ. τραγικός ποιητής και αοιδός, επειδή οι χαρακτήρες αυτοί ήταν στην αρχή το ένα και το αυτό πρόσωπο, σε Αριστοφ.· έπειτα, όταν οι ποιητές σταμάτησαν να λαμβάνουν μέρος στην παράσταση, ο όρος τραγῳδὸς αποδιδόταν στον υποκριτή της τραγωδίας· ο δε τραγικός ποιητής καλούνταν τραγῳδοποιὸς ή τραγῳδοδιδάσκαλος.
2. τα μέλη που αποτελούσαν τον τραγικό χορό, σε Αριστοφ.
II. ο πληθ. χρησιμοποιείται συχνά = τραγῳδία· ἐν τοῖσι τραγῳδοῖς, στην τραγωδία, στον ίδ., σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

τρᾰγ-ῳδός, οῦ, ὁ, ἀοιδός, ᾠδός
I. properly, a goat-singer (v. τραγῳδίἀ, i. e. a tragic poet and singer, these characters being orig. one, Ar.:—later, when the poets ceased to act, the term meant a tragedian or tragic actor, the tragic poet being called τραγῳδοποιός or τραγῳδοδιδάσκαλος.
2. of members of the tragic chorus, Ar.
II. the pl. is often used = τραγῳδία, ἐν τοῖσι τραγῳδοῖς in tragedy, Ar., Dem., etc.

Frisk Etymology German

τραγῳδός: (att. hell. u. sp.),
{tragōidós}
Forms: böot. τραγαϝυδος (Orchom. Ia, archaisierend)
Grammar: m.
Meaning: Sänger und Tänzer im tragischen Chor, tragischer Schauspieler, ganz vereinzelt und meist unsicher Tragödiendichter (für gew. τραγῳδ(ι)οποιός, -διδάσκαλος; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 90), οἱ τραγῳδοί auch = Aufführung einer Tragödie.
Derivative: Davon 1. τραγῳδέω ‘als τραγῳδός auftreten, in der Tragödie behandeln, mit tragischem Pathos darstellen od. erzählen’ mit den späten -ημα, -ητής, -ητός. 2. -ία f. Tragödie, auch (Pl., hell. u. sp.) ernste, erhahene Dichtung, erhabene, pomphafte Darstellung. 3. -ικός nach Art eines tragischen Schauspielers (Ar.). 4. -άριον n. Demin. von -ία (D. H.). 5. -εύς = -ός (Sch.).
Etymology: Wahrscheinlich nach Muster von ῥαψῳδός (s.d.) gebildet (Else Herm. 85, 17ff. m. Lit.), aber sonst dunkel. Nach einer alten Auffassung (Marm. Par. ep. 43 usw.) von dem Bock, der als Preis dem Sieger in dem ältesten dramatischen Agon zugefallen sein soll; ebenso mit neuen Argumenten Else a. O.
Page 2,916-917

English (Woodhouse)

tragic actor, tragic poet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τράγος + ᾠδός = ἀοιδός τοῦ ἀείδω ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα τρώγω.