ψαλμωδός

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

ο / ψαλμωδός, ΝΜΑ
συνθέτης ψαλμών, υμνογράφος
νεοελλ.
άτομο που ψάλλει εκκλησιαστικούς ύμνους, ψάλτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλμός + -ωδός (< ὠδή) πρβλ. τραγωδός].