ὑψαύχενος
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
ὑψαύχενος: -ον, = ὑψαύχην, Χρησμ. Σιβ. 8. 37· τὸ γαῦρον καὶ ὑψαύχενον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 338Α.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψαύχενος, -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α
μτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτος
αρχ.
1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι
2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό
3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη
4. (για δέντρο) ψηλός («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -αύχενος (< αὐχήν, -ένος), πρβλ. ἐριαύχην].