ὁλόσχιστος

Revision as of 12:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, cut out in one piece, Pl.Plt.279d, 280c.

German (Pape)

[Seite 327] ganz gespalten, Gegensatz von σύνθετος, περικαλύμματα, Plat. Polit. 279 d.

Russian (Dvoretsky)

ὁλόσχιστος: рассеченный по всей длине, т. е. состоящий из одного куска, цельный (περικαλύμματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόσχιστος: -ον, ὁ ὅλως ἀπεσχισμένος, Πλάτ. Πολιτ. 279C, 280C.

Greek Monolingual

ὁλόσχιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει τελείως αποσχιστεί, ο εντελώς αποσχισμένος, («τῶν περικαλυμμάτων τὰ μὲν ὁλόσχιστα, σύνθετα δὲ ἕτερα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύσχιστος].