ῥιζοφοίτητος
English (LSJ)
ον, coming from a root, φλέβες φοίνικος Chaerem. 39.
German (Pape)
[Seite 843] aus der Wurzel hervorkommend, nach Schneider f. L. statt ῥιζόφυτος, Chaeremon. bei Theophr. H. Pl. 5, 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζοφοίτητος: -ον, ὁ προερχόμενος ἐκ ῥιζῶν, φλέβες φοίνικος Χαιρήμων παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 5 (ἔνθα ὅμως ὁ Schneidewin ἀναγινώσκει -φίτυτος).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βγαίνει, που βλαστάνει από τις ρίζες («ῥιζοφοίτητοι φλέβες φοίνικος», Χαιρήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φοιτητός (< φοιτῶ), πρβλ. αεροφοίτητος].