φοιτητός

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιτητός Medium diacritics: φοιτητός Low diacritics: φοιτητός Capitals: ΦΟΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: phoitētós Transliteration B: phoitētos Transliteration C: foititos Beta Code: foithto/s

English (LSJ)

φοιτητή, φοιτητόν, frequenting: φοιτητὴ μανία ἐπὶ δεῖπνον Com.Adesp.782 (prob. anap.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φοιτῶ
αυτός που επέρχεται συχνά («φοιτητὴ μανία ἐπὶ δεῖπνον», Κωμ. Αδέσπ.).