χαλκοτόρευτος

Revision as of 12:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, wrought of bronze, τρίαινα Orph.H.17.2.

German (Pape)

[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer getrieben, geformt, Orph. H. 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοτόρευτος: -ον, τορευθείς, κατασκευασθεὶς ἐκ χαλκοῦ, τρίαινα Ὀρφ. Ὕμν. 16. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χρυσοτόρευτος].