κρεμμυδότσουφλο
Greek Monolingual
και κρομμυδότσουφλο, το
ο φλοιός του κρεμμυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι / κρομμύδι + -τσουφλο (< τσόφλι), πρβλ. αβγότσουφλο, καρυδότσουφλο).
και κρομμυδότσουφλο, το
ο φλοιός του κρεμμυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι / κρομμύδι + -τσουφλο (< τσόφλι), πρβλ. αβγότσουφλο, καρυδότσουφλο).