καρυδότσουφλο

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
1. ο ξυλώδης φλοιός του καρυδιού
2. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών
3. πολύ ελαφρό σκάφος που το παρασύρει πολύ εύκολα ο άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + -τσουφλο (< τσόφλι)].