η (AM ἐνδελέχεια)διάρκεια, συνεχής δράση ή επίδραση («πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ», Χοιρίλος)νεοελλ.αδιάπτωτη επιμέλεια, συνεχής φροντίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δόλιχος].