δρύοψ
English (LSJ)
[ῠ], οπος, ὁ, a kind of woodpecker, Ar.Av.304.
Spanish (DGE)
-οπος, ὁ
1 zool. pájaro carpintero Ar.Au.304, Call.Fr.421, 423, Anecd.Ludw.187.7.
2 mineral., cierta piedra preciosa, tal vez un tipo de ónix, Lap.Naut.4.
German (Pape)
[Seite 669] οπος, ὁ, ein Vogel, Ar. Av. 304.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
sorte d'oiseau LSJ, pic-vert Chantraine.
Étymologie: DELG δρῦς.
Russian (Dvoretsky)
δρύοψ: οπος ὁ дриоп (предполож. разновидность дятла) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
δρύοψ: -οπος, εἶδος ξυλοφαγᾶ διαφόρου τοῦ γνωστοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δρύοψ: -οπος, ὁ, είδος τρυποκάρυδου, σε Αριστοφ.