πεντάπους

Revision as of 14:49, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. πεντέπους.

German (Pape)

[Seite 557] ὁ, ἡ, fünffüßig, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάπους: ἴδε ἐν λ. πεντέπους.

Greek Monolingual

-ουν / πεντάπους και πεντέπους, -ουν, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε πόδια («πεντάπουν Ἑρμοῦ ἄγαλμα», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + -πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. δίπους].