σκαμβόπους

Revision as of 14:53, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος, bow-legged, Ps.-Archyt. ap. Simp. in Cat.396.1.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμβόπους: ουν, ὁ ἔχων σκαμβούς, στραβοὺς πόδας, Θ. Λάσκαρ. Cod. Par. Supplém. 472, fol. 73 r0.

Greek Monolingual

-ουν, ΜΑ
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύπους].