παμμελεί

Revision as of 15:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

Adv. of sq. II, Porph.Chr.94.

Greek Monolingual

παμμελεί (Α)
επίρρ. με κάθε μελωδία, μελωδικότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παμμελής + επιρρμ. κατάλ. -εί (πρβλ. μηδαμεί)].