παμμελής
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
παμμελές,
A in all kinds of melodies, ὕμνοι LXX 3 Ma.7.16.
II with all the limbs, entire, ἱερεῖα Poll.1.29.
German (Pape)
[Seite 453] ές, in allerlei Melodieen, Sp.; – mit ganzen Gliedern, ἱερεῖα, Poll. 1, 29.
Greek (Liddell-Scott)
παμμελής: -ές, ὁ λίαν μελῳδικός, ὕμνοι Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Ζ΄, 16). -Καθ’ Ἡσύχ.: «παμμελέσι· ἐμμελέσι, γλυκεροῖς»· ΙΙ. ὁ ἔχων ἀκέραια πάντα τὰ μέλη, ὁλόκληρος, ἱερεῖα Πολυδ. Α΄, 29.
Greek Monolingual
παμμελής, -ές (Α)
1. μελωδικότατος («ἐν αἴνοις καὶ παμμελέσιν ὕμνοις εὐχαριστοῦντες τῷ θεῷ», ΠΔ)
2. αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, ακέραιος («παμμελῆ ἱερεῖα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μελής (< μέλος)].