παλιατζής

Revision as of 15:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

παλιατζής, ο, θηλ. παλιατζού
αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά του επιθ. παλιός + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφετζής)].