καφετζής
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
ο και θηλ. καφετζού
1. ιδιοκτήτης καφενείου
2. θηλ. α) η γυναίκα του καφετζή
β) γυναίκα που μαντεύει παρατηρώντας τα σχήματα που άφησαν τα κατακάθια του καφέ στο αναποδογυρισμένο φλιτζάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kahveci].