περίδηλος
English (LSJ)
ον, very clear, manifest, Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
περίδηλος: -ον, κατάδηλος, καταφανής, ὁλοφάνερος, Φωτ. Ἐπισ. σ. 207. 28. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίδηλον, περιφανές, καλόν».
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
κατάδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «περίδηλον, περιφανές, καλόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δῆλος «φανερός» (πρβλ. έκδηλος)].