παστήρια
English (LSJ)
τά, feast on sacrificial meats, prob. in E.El.835 (παστηρίαν codd.), cf. Hsch.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
παστήρια: τά культ. внутренности (жертвенного животного) Eur.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
τὰ, Α
1. ευωχία με το κρέας της θυσίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα
τὰ ἐντόσθια
κοιλία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασ- του πατέομαι «γεύομαι, τρώω» (πρβλ. μέλλ. πάσομαι) + επίθημα -τήριον (πρβλ. τελεστήριον)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παστήρια -ων, τά ingewanden (van offerdier).