παστήρια
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
English (LSJ)
τά, feast on sacrificial meats, prob. in E.El.835 (παστηρίαν codd.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 532] τά, erkl. Hesych. σπλάγχνα, ἐντόσθια.
Russian (Dvoretsky)
παστήρια: τά культ. внутренности (жертвенного животного) Eur.
Greek (Liddell-Scott)
παστήρια: «σπλάγχνα. τὰ ἐντόσθια. κοιλία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
1. ευωχία με το κρέας της θυσίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα
τὰ ἐντόσθια
κοιλία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασ- του πατέομαι «γεύομαι, τρώω» (πρβλ. μέλλ. πάσομαι) + επίθημα -τήριον (πρβλ. τελεστήριον)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παστήρια -ων, τά ingewanden (van offerdier).