πουλάδα

Revision as of 16:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και παλ. τ. πουλλάδα, η, Ν
1. νεαρή κότα
2. στον πληθ. οι πουλάδες
ζωολ. κοινή ονομασία ευρύτατα διαδεδομένων υδρόβιων γερανόμορφων πτηνών της οικογένειας ραλλίδες, αλλ. νερόκοτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί + κατάλ. -άδα (πρβλ. αγελάδα)].