Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
στηθιαίος
Revision as of 16:20, 11 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
-α, -ο / στηθιαῖος, -αία, -ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός αρχ. 1. αυτός που έχει πλατύ στέρνο, ευρύστερνος 2.φρ. «στηθιαῖοι ἀνδριάντες» πιθ. ασπίδες ή θώρακες επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ.<στῆθος+ κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ραχιαίος)].