συστολέας

Revision as of 16:30, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. (γενικά) όργανο με το οποίο συστέλλεται κάτι
2. ναυτ. σχοινί που χρησιμεύει για τη συστολή, δηλαδή το κατέβασμα τών ανοιχτών ιστίων ενός ιστιοφόρου σκάφους, κν. μπρούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστέλλω (πρβλ. συστολή) + κατάλ. -έας (πρβλ. προβολέας). Η λ., στον λόγιο τ. συστολεύς, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].