φορηδόν

Revision as of 16:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

Adv. bearing like a bundle, φ. ἄρασθαί τι Luc.Tim.21.

German (Pape)

[Seite 1300] adv., wie φοράδην, im Tragen, getragen, Luc. Tim. 21.

French (Bailly abrégé)

adv;
c.
φοράδην.

Russian (Dvoretsky)

φορηδόν: adv. (= φοράδην) неся на руках: φ. μετακομίζειν τινά Luc. переносить кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

φορηδόν: Ἐπίρρ., = φοράδην, «σηκωτά», «κουβαλητά», φ. ἄρασθαί τι Λουκ. Τίμ. 21.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σηκωτά, φοράδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].

Greek Monotonic

φορηδόν: επίρρ., σηκωτά, κουβαλητά, σε Λουκ.

Middle Liddell

bearing like a bundle, Luc.