φυγόστρατος

Revision as of 16:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Greek Monolingual

ο, Ν
ανυπότακτος («τον έχουν κηρύξει φυγόστρατο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + στρατός (πρβλ. λιπόστρατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].