φυγόστρατος
Greek Monolingual
ο, Ν
ανυπότακτος («τον έχουν κηρύξει φυγόστρατο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + στρατός (πρβλ. λιπόστρατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
ο, Ν
ανυπότακτος («τον έχουν κηρύξει φυγόστρατο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + στρατός (πρβλ. λιπόστρατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].