λιπόστρατος

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που απέφυγε τη στράτευση, φυγόστρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + στρατός.