Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εξουσιοδοτώ
Revision as of 06:50, 13 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
-έω χορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό μου. [ΕΤΥΜΟΛ.<εξουσία+ -δοτώ (<δίδωμι, πρβλ. επιδοτώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό].