μελισσηδόν

Revision as of 06:55, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 124] nach Bienenart, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν μελισσῶν, ὡς αἱ μέλισσαι, Εὐστ. Πονημ. 309. 60.

Greek Monolingual

μελισσηδόν (Μ)
επίρρ. με τον τρόπο τών μελισσών, όπως οι μέλισσες, σαν μελίσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. λυκηδόν)].